ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η εισήγηση του Αναρχικού Στεκιού Φιλοσοφικής στην εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση “Απόπειρες αναρχικής οργάνωσης την δεκαετία του 1980”

Με το νέο του βιβλίο, «Απόπειρες αναρχικής οργάνωσης την δεκαετία του 1980», ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης δημοσιοποιεί άγνωστα κείμενα εκείνης της εποχής και προβάλλει πολιτικές και οργανωτικές διεργασίες, επίσης αγνοημένες, που λαμβάνουν χώρα στο τότε ελλαδικό αναρχικό κίνημα. Ουσιαστικά, πραγματεύεται στιγμές από τα πρώτα βήματα του εγχώριου αναρχισμού, ο οποίος μόλις λίγα χρόνια πρωτύτερα είχε αναγεννηθεί, μετά από ένα μεγάλο ιστορικό κενό, μέσα από την εξέγερση του πολυτεχνείου του 1973.

Το βιβλίο αυτό δεν είναι όμως μια «συλλογή κινηματικού υλικού» που περιλαμβάνει γενικώς και αορίστως κείμενα της δεκαετίας του 1980, ούτε πρέπει να το αντιληφθούμε ως μια ουδέτερη καταγραφή αμιγώς ιστορικού χαρακτήρα που συγκεντρώνει «πολύμορφο υλικό». Έχουμε την τάση στον πολιτικό μας χώρο να ορίζουμε ως «κινηματικό υλικό» με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας, καθετί που «ακουμπάει» τις αναρχικές ή ευρύτερα ελευθεριακές ιδέες και μάλιστα με ένα τρόπο που είθισται να αποπολιτικοποιεί τα περιεχόμενα. Κάπως έτσι, όταν ακούμε για «κινηματικό υλικό» τείνουμε να σκεφτόμαστε κάθε είδους πολιτική και μη έκφραση προερχόμενη από αναρχικές/αντιεξουσιαστικές δυνάμεις, ενώ ως «κινηματικό» ορίζεται μια πληθώρα μορφών έκφρασης, χωρίς συγκεκριμένα κριτήρια ή με κριτήρια τόσο γενικά, που ο όρος «κινηματικό» να χρησιμοποιείται ως ομπρέλα συνάρθρωσης ανταγωνιστικών έως και εχθρικών μεταξύ τους απόψεων. Αυτή η γενικευτική προσέγγιση, φέρνει ως αναγκαία απόρροια είτε την σύγχυση ως προς τον εντοπισμό των διαφορών ανάμεσα στις επιμέρους δυνάμεις και ρεύματα σκέψης, είτε την καλλιέργεια της αδιαφορίας στην εισχώρηση των πιο περίπλοκων θεωρητικών ζητημάτων.

Πράγματι, το βιβλίο του συντρόφου έχει μια αδιαμφισβήτητη ιστορική αξία και περιέχει ντοκουμέντα χρήσιμα για την κατανόηση των πρώτων βημάτων του πολιτικού μας χώρου και αυτό αφορά κάθε κινηματική πλευρά αλλά και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για τον αναρχισμό. Την ίδια στιγμή, καταγράφει εντούτοις και αντιπαραθέσεις, προβάλλει και διαφωνίες στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος, οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα αμετάβλητες. Η οπτική του συγγραφέα  δεν «χάνεται» στην εισαγωγή του βιβλίου, αντίθετα βρίσκεται ενσωματωμένη σε κάθε επιλογή παράθεσης κειμένων και διεργασιών, κινήσεων και ζυμώσεων της περιόδου που επισκοπεί. Ακριβώς, γιατί το βιβλίο αυτό είναι στην πραγματικότητα μια εργασία ιδεολογική και πολιτική: θέλει να καταδείξει στρεβλώσεις αλλά και οργανωτικές προσπάθειες, αγωνιά για το σήμερα αναψηλαφώντας το χθες. Γι’ αυτό λοιπόν, το εν λόγω βιβλίο δεν παραθέτει κάποιες σκόρπιες αφίσες, ορισμένες φωτογραφίες από διαδηλώσεις και μάχες της εποχής και κείμενα ποικίλης ύλης από ένα ψηφιδωτό ετερόκλητων ρευμάτων: είναι μια εργασία ιδεολογικά και πολιτικά ορισμένη, που θέτει στο επίκεντρο της προβολής το οργανωτικό ζήτημα των αναρχικών δυνάμεων.

Πού βρισκόμαστε άραγε σήμερα; Η αλήθεια είναι πως παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος και την ανάδειξη σοβαρών αναλύσεων για την αναγκαιότητα της αναρχικής οργάνωσης και παρά την διαρκή επιβεβαίωση πως η υπάρχουσα σύσταση του πολιτικού μας χώρου δεν επαρκεί, δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολλά. Όπως υπογραμμίζει και ο πρόλογος της έκδοσης, ο ελλαδικός αναρχικός χώρος είναι ένα σύνολο κατακερματισμένων ομάδων και ατόμων που συναντιούνται και συμπράττουν ευκαιριακά με κριτήρια επικαιρότητας ή καθαρά θεματικά, χωρίς κοινές οργανωτικές και πολιτικές βάσεις (βλ.αφορμαλισμός). Οι ομάδες αποτελούν αυτονομημένες πολιτικές οντότητες που λειτουργούν κατά κύριο λόγο ως μικρά σχήματα ιδεολογικής συγγένειας δίχως σοβαρά κοινωνικά και ταξικά ερείσματα και την ίδια στιγμή, τα μη οργανωμένα άτομα, ακόμα και σε αυτό το ανεπαρκές και στοιχειώδες επίπεδο, συνιστούν την συντριπτική πλειοψηφία του «χώρου» και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος απλώς ακολουθεί σποραδικά πολιτικά καλέσματα, χωρίς να μετέχει ενεργά στην λήψη των αποφάσεων, κάτι που προϋποθέτει συμμετοχή, ανάληψη ευθύνης και πολιτική βούληση.

Ταυτόχρονα, εμφανής στο εγχώριο αναρχικό κίνημα είναι ακόμα, εν έτει 2023, η απουσία συγκροτημένης ιστορικής αναρχικής επαναστατικής συνείδησης, γνώσης του τρόπου οργάνωσης των αναρχικών ανά τα χρόνια και η πλήρης απαξίωση κάθε βαθύτερης τακτικής και στρατηγικής επεξεργασίας στον τρόπο λειτουργία μας. Εύκολα μπορεί να εξηγηθεί υπό αυτό το πρίσμα, γιατί τις αναφορές στον αναρχικό φεντεραλισμό αντικαθιστούν οι αξιώσεις για «συντονιστικά» και «μέτωπα» μίας χρήσης και γιατί όλα τα βλέπουμε με τους παραμορφωτικούς φακούς των κινηματικών μας μικρόκοσμων, με αποτέλεσμα η εσωστρέφεια της περιστροφής γύρω από το μικροσύμπαν του «χώρου» να μας καθηλώνει παραλυτικά, αντί να στοχεύουμε και να επικεντρώνουμε στην πλατιά πολιτική μας διείσδυση και απεύθυνση σε συγκεκριμένους κοινωνικούς και ταξικούς χώρους. Κατ’ επέκταση όλα αυτά φωτίζουν τα αίτια μιας σειράς φαινόμενων, όπου ο στρατηγικός στόχος της Κοινωνικής Επανάστασης εκτοπίζεται από κάθε μορφής ρεφορμισμούς και εναλλακτισμούς, όπως και το γεγονός, πως η επαναστατική προτροπή «να φτιάξουμε την νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλιάς» υποκαθίσταται από προσδοκίες αντισυμβατικών μορφών διαβίωσης εντός του υπάρχοντος κρατικοκαπιταλιστικού συστήματος, σε «νησίδες ελευθερίας» και «κοινότητες» αυτοαναφορικής αυτοεκπλήρωσης των μελών τους.

Συνεχίζοντας κριτικά, οφείλουμε να επισημάνουμε και την γενική άγνοια θεμελιωδών εννοιών, όπως π.χ. του οργανωτικού δυϊσμού, τον οποίον ενστερνίζεται το μεγαλύτερο κομμάτι των υπέρμαχων της οργάνωσης αναρχικών, με εξαίρεση ίσως το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα, που δεν στερείται όμως επιχειρημάτων και γνώσης της ιστορίας του. Τούτη η άγνοια φέρει μεγάλες συνέπειες στην καθημερινότητα των αγώνων καθώς το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος δεν μπορεί καν να αντιληφθεί την διαφορά ανάμεσα στην συμμετοχή σε μια αναρχική πολιτική ομάδα, σε μια ανοιχτή συνέλευση ή συνέλευση γειτονιάς ή σε ένα φοιτητικό σχήμα. Αν όμως δεν υπάρχει αντίληψη της διάκρισης των επιπέδων οργάνωσης, άσχετα από την υιοθέτηση ή μη της πρότασης του οργανωτικού δυϊσμού, τότε χάνουμε βασικά πλαίσια επικοινωνίας και συνεννόησης για να συζητήσουμε σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε και πώς για την επαναστατική υπόθεση και για να μπορέσουμε και να οριοθετήσουμε εποικοδομητικά τις συμφωνίες και τις διαφωνίες μας.

Σε σύμπνοια με το προλογικό σημείωμα, οφείλουμε να καταγράψουμε την πικρή αλήθεια που βιώνουμε όλα αυτά τα χρόνια που δραστηροποιούμαστε στο φοιτητικό πεδίο: η αφορμαλιστική διάθρωση του πολιτικού μας χώρου, γίνεται αντιληπτή στο εσωτερικό του, ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας». Ο «έξω κόσμος» βλέπει έναν χώρο διαιρεμένο και ακατανόητο και οι «έσω» ελάχιστα απασχολούνται για την υπέρβαση των αδυναμιών. Ελάχιστα ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, η ύπαρξη ερεισμάτων, η οικοδόμηση επαναστατικής προοπτικής, η ιδέα της οργάνωσης. Όλα αυτά οφείλουμε να τα αλλάξουμε πρώτα απ’ όλα για να αναβαθμίσουμε το επίπεδο της πολιτικοποιήσης και αυτό αφορά και τα φοιτητικά πολιτικά ή συνδικαλιστικά σχήματα. Να σταματήσει πια η ενασχόληση με την αναρχία και τους αγώνες να είναι μια πρόσκαιρη ενασχόληση του «ελεύθερου χρόνου» των ατόμων, για κάποιο λίγο χρόνο, έως την εγκατάλειψη, την αποστράτευση και την ιδιώτευση σε έναν ατομικισμό πολύ χειρότερο από αυτόν, των μη «συνειδητοποιημένων». Να πείσουμε, πρώτα απ’ όλα το ίδιο το κίνημα μας και την νεολαία που εισχωρεί σε αυτό, πως η πολιτική στράτευση δεν είναι κάτι έξω από την ζωή που κυλάει, είναι η ίδια η ζωή, είναι το επαναστατικό χτυποκάρδι για την νίκη της ζωής απέναντι στον θάνατο. Να πείσουμε εν τέλει, πως κίνημα χωρίς μνήμη, είναι κίνημα χωρίς προοπτική, γι’ αυτό και η ιδεολογική και ιστορική ενασχόληση δεν είναι κάποια αποκομμένη διεργασία στην σφαίρα του «πνεύματος» αλλά ζωτικό στοιχείο για την ανάπτυξη του αγώνα.

Κατανοούμε πολύ καλά, πως τόση ώρα τοποθετούμαστε σαν πολιτική ομάδα, με κέντρο το αναρχικό κίνημα εν συνόλω και τις αγωνίες μας για την προοπτική του, χωρίς να τοποθετούμαστε, έστω και γενικά, στο πεδίο δράσης και απεύθυνσης μας, που είναι το πανεπιστήμιο. Το αναρχικό στέκι φιλοσοφικής λοιπόν, δεν είναι πολιτική ομάδα, αλλά φοιτητικός σχηματισμός. Αναρχικός φοιτητικός σχηματισμός όμως και όχι συνδικαλιστικός, όχι γιατί απορρίπτουμε τον συνδικαλισμό εν γένει, αλλά γιατί θεωρούμε αναγκαία την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση μέσα στα πανεπιστήμια από την σκοπιά του ταξικού επαναστατικού αναρχισμού. Η εμπειρία μας μέσα στα «φοιτητικά» δείχνει όλα αυτά τα προβληματικά χαρακτηριστικά που πρέπει να αλλάξουν και είναι ιδιαιτέρως μεγεθυμένα. Δεν είναι της παρούσης όμως μια τέτοια ανάλυση. Το γενικό μας συμπέρασμα και πρόταγμα είναι ότι χρειαζόμαστε πολύ δουλειά για να επιτύχουμε αυτό, το οποίο πρέπει να αποτελεί τον στόχο μας: την ανάδειξη του αναρχισμού ως εμπροσθοφυλακή των ταξικών, κοινωνικών και φοιτητικών αγώνων για την Κοινωνική Επανάσταση. Για να το επιτύχουμε πρέπει να υπερβούμε δυσλειτουργίες και παθογένειες που μας κρατούν πίσω, αλλά πρωτίστως να τις εντοπίσουμε και να μην τις κρύβουμε αναπαράγοντάς τες.

Ολοκληρώνοντας τις κριτικές επισημάνσεις, θα θέλαμε να αναφερθούμε και σε μία τελευταία: τον «κομματικό πατριωτισμό» των ομάδων και των διαφόρων σχηματισμών και την αντίστοιχη αλαζονεία και ελιτισμό που αυτός φέρει. Αυτή η αναφορά γίνεται και ως «πάσα» για να πούμε κάτι, που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο: το σύνολο της κριτικής μας δεν γίνεται «από τα έξω» αλλά από τα μέσα. Είμαστε μέρος της πραγματικότητας που θέλουμε να αλλάξει και δεν κάνουμε αφ’ υψηλού κριτική. Είμαστε μέρος των ευθυνών για το προχώρημα και μέρος των λαθών. Αυτό ισχύει για κάθε αναρχική πολιτική δύναμη είτε συμμερίζεται τις προβληματικές αυτές είτε δεν τις αντιλαμβάνεται ως τέτοιες.

Κλείνοντας και χωρίς να θέλουμε να υπερθεματίσουμε, αν δεν το κάναμε ήδη, θα θέλαμε να καλέσουμε τον παρευρισκόμενο κόσμο και τον κόσμο που θα διαβάσει την εισήγηση μας σε δεύτερο χρόνο να ενσκήψει πάνω στα οργανωτικά ζητήματα και να μελετήσει και να προβληματιστεί με τις προτάσεις που έχουν δημοσιοποιηθεί, όπως αυτήν της αναρχικής κοινότητας του Υπόγειου Ιλισού, άλλες που γνωρίζουμε ότι θα έρθουν σύντομα, καθώς και να διερευνήσει τα πλατφορμιστικά και τα εσπεσιφιστικά αναρχικά ρεύματα, την ιδέα του οργανωτικού δυϊσμού, τις αναρχοκομμουνιστικές και αναρχοσυνδικαλιστικές προτάσεις, να αναζητήσει τα λάθη και τα σωστά των αναρχικών οργανώσεων του παρελθόντος (όπως της CNT και της FAI) και του παρόντος (όπως της FAU στην Ουρουγουάη). Η συζήτηση αυτή πρέπει να ξεκινήσει και να γίνει όσο το δυνατόν πιο δομημένα και με γνώση των επιχειρημάτων όλων των πλευρών. Η σημερινή εκδήλωση με κέντρο το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80 είναι μια εξαίρετη αφορμή, αφού άλλωστε, δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε μέχρι και σήμερα στα καθ’ ημάς.

Τέλος, να συγχαρούμε για μια ακόμη φορά τον σύντροφο Δημήτρη Τρωαδίτη για την νέα του αυτή εργασία και να τον ευχαριστούμε, που για δεύτερη συνεχή χρονιά, παρευρίσκεται στον πολιτικό μας χώρο ως ομιλητής.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *