Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση μνήμης και υπεράσπισης του μνημείου στην συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα, στο σημείο της κρατικής δολοφονίας του μαθητή και συντρόφου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Η συγκέντρωση οργανώθηκε από αναρχικούς και αναρχικές από σχολές της Αθήνας μετά από σχετικό δημόσιο κάλεσμα που απευθύναμε για την οργάνωση της αναρχικής φοιτητικής παρουσίας ενόψει της συμπλήρωσης 13 χρόνων από τον ιστορικό Δεκέμβρη του 2008.
Η συγκέντρωση, όπως είχε προγραμματιστεί, ξεκίνησε στις 21.00 με την συγκρότηση περιφρουρημένου μπλοκ και στελεχώθηκε από μερικές δεκάδες κόσμου που είτε ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, είτε αποφάσισαν αυθόρμητα να σταθούν στο μνημείο μετά την ολοκλήρωση της διαδήλωσης. Γύρω στις 21.40 η συγκέντρωση χτυπήθηκε από δυο πλευρές τόσο από διμοιρία ΜΑΤ όσο και από μηχανοκίνητα κρατικά τάγματα εφόδου της ομάδας ΔΡΑΣΗ. Η επίθεση δεν αναχαιτίστηκε με επιτυχία με αποτέλεσμα η συγκέντρωση να διαλυθεί και οι συγκεντρωμένες δυνάμεις να σκορπίσουν στα στενά. Δυστυχώς δεν επετεύχθη ανασυγκρότηση του μπλοκ και το μνημείο έμεινε ανυπεράσπιστο παρά την αντίθετη διακήρυξη που πρότασσε το κάλεσμα μας.
Από την πλευρά μας, γνωρίζαμε εκ των προτέρων τους συσχετισμούς στην περιοχή καθώς και την πιθανότητα να χτυπηθεί η συγκέντρωση. Άλλωστε το κάλεσμα μας οργανώθηκε ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο με στόχο να υπάρξει μαχητική υπεράσπιση του μνημείου που έναν χρόνο πριν είχε βεβηλωθεί με αποκλεισμό από τις κρατικές δυνάμεις. Το γεγονός ότι η συγκέντρωση δεν μπόρεσε να υλοποιήσει τον στόχο της δεν είναι ευθύνη ούτε της «κακιάς δεξιάς» ούτε της ανεξέλεγκτης καταστολής η οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν πιο ήπια σε σχέση με άλλα χρόνια. Οι ευθύνες είναι δικές μας και τις αναλαμβάνουμε αυτοκριτικά.
Η ιστορικότητα της 6ης Δεκέμβρη και το γνώριμο περιβάλλον μέσα στο οποίο διεξάγονται οι αντιπαραθέσεις με τους κρατικούς ρουφιάνους στα Εξάρχεια επιτάσσανε μια πιο επιχειρησιακά αναβαθμισμένη και οργανωτικά συγκροτημένη συγκέντρωση, ειδικά όταν το απευθυνόμενο κάλεσμα πρόβαλλε ως γενικό σύνθημα την «υπεράσπιση του μνημείου». Είχαμε και την γνώση και την μαχητική θέληση και τις αριθμητικές δυνάμεις για να το πράξουμε αλλά δεν τα καταφέραμε γεγονός που μας στεναχωρεί, ωστόσο δεν μας κλονίζει. Μας πεισμώνει για τους επόμενους σταθμούς μαχητικού αγώνα.
Η βολική μεταβίβαση ευθυνών στην “κρατική καταστολή” και η εκμετάλλευση μιας κινηματικής συνθήκης θυματοποίησης και δικαιωματικής καταγγελτικής διαμαρτυρίας βάσει της οποίας ουδείς θα μας κατέκρινε για την διάλυση της συγκέντρωσης μετά την επίθεση που δεχτήκαμε δεν είναι ικανοί παράγοντες για να μην προχωρήσουμε σε δημόσια αυτοκριτική. Τα παραδείγματα αγωνιστικών κινητοποιήσεων που δεν στέκονται ως οφείλουν στον δρόμο πρέπει να απολογίζονται, να αξιολογούνται και να αποτελούν καύσιμα εξελικτικών αναβαθμίσεων – οργανωτικών, πολιτικών, επιχειρησιακών – και όχι να αποκρύβονται οι δικές μας ευθύνες πίσω από κλάψες που συσσωρεύουν ηττοπάθεια. Να αποτελούν εναύσματα αγωνιστικής ανασυγκρότησης και όχι μηχανισμούς αποφυγής της σύγκρουσης στο βωμό της απογοήτευσης και του φόβου.
Οι συσχετισμοί στον δρόμο μεταξύ των αγωνιστικών δυνάμεων και του στρατού του ταξικού εχθρού διαμορφώνονται διαλεκτικά και αντανακλούν ευρύτερους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς. Η κρατική τρομοκρατία είναι εφικτό να τσακιστεί στους δρόμους και υπό αυτό το πρίσμα οι αγώνες πρέπει να περιφρουρούνται δυναμικά, να μάχονται και να νικάνε. Όταν δεν το κάνουν θα πρέπει αυτοκριτικά και εμπροσθοβαρώς να αναστοχάζονται τους όρους διεξαγωγής των επόμενων σημείων πάλης χωρίς καθηλώσεις και αποποιήσεις των δικών τους ευθυνών.